πολύφεγγος

πολύφεγγος
πολύφεγγος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύφεγγος — Όνομα μεσαιωνικής πόλης της Αργολίδας, που βρισκόταν κοντά στον αρχαίο Φλαούντα στο όρος Μεγαλοβούνι. Αναφέρεται και σαν έδρα επισκοπής, άλλοτε της μητρόπολης Κορινθίας και άλλοτε ενωμένη με την επισκοπή Δαμαλά. Τον 14o αι. μ.Χ. ήταν γνωστή με… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”